πατροτυψία

πατροτυψία
ἡ, Α [πατροτύπτης]
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατροτυψία — πατροτυψίᾱ , πατροτυψία beating of one s father fem nom/voc/acc dual πατροτυψίᾱ , πατροτυψία beating of one s father fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροτυψίας — πατροτυψίᾱς , πατροτυψία beating of one s father fem acc pl πατροτυψίᾱς , πατροτυψία beating of one s father fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροτυψίαν — πατροτυψίᾱν , πατροτυψία beating of one s father fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • πατροτυπία — ἡ, Α επιγρ. βλ. πατροτυψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + τυπία (< τυπος < τύπτω), πρβλ. χαλκο τυπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”